- κεφαλώνω
- [κεφαλή]1. εγκαθίσταμαι σε κάποια χώρα ως κυρίαρχος, γίνομαι αφέντης2. αποκτώ περιουσία με την οποία μπορώ ν' αρχίσω δική μου εργασία, ευπορώ3. σφυροκοπώ την αιχμηρή άκρη καρφιού για να τό πλατύνω και να σχηματίσω κεφαλή.
Dictionary of Greek. 2013.